γυναικειος

γυναικειος
    γυναικεῖος
    γῠναικεῖος
    ион. γῠναικήϊος 2 и 3
    женский
    

(βουλαί Hom.; στρατός Pind.; χείρ Arph.; ἐσθής Her. и ἱμάτια Xen.; ἔργα Her. и ἔργον Plut.)

    θεὰ γυναικεία Plut. (лат. bona dea) — благая богиня (древнеиталийское божество плодородия, культ которого отправлялся женщинами)


Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Смотреть что такое "γυναικειος" в других словарях:

  • γυναικείος — γυναικείος, α, ο και γυναίκειος, εια, ειο αυτός που ανήκει ή έχει σχέση ή ταιριάζει σε γυναίκα: Άνοιξα ένα μαγαζί με γυναικεία είδη …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • γυναικεῖος — of masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γυναικείος — και γυναικείος, α, ο (AM γυναικείος, α, ον Α και γυναικήιος, η, ον Μ και γυναικείος, α, ον) Ι. 1. αυτός που ανήκει σε γυναίκα ή προορίζεται γι αυτήν 2. αυτός που ταιριάζει σε γυναίκα αρχ. θηλυπρεπής II. (το θηλ. εν. ως ουσ.) ἡ γυναικηΐη αρχ. ο… …   Dictionary of Greek

  • γυναίκειος — α, ο βλ. γυναικείος …   Dictionary of Greek

  • γυναικεῖον — γυναικεῖος of masc acc sg γυναικεῖος of neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γυναικίσιος, -ια, -ιο — γυναικείος: Γυναικίσια συμπεριφορά …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • γυναικεῖα — γυναικεῖος of neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γυναικεῖαι — γυναικεῖος of fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γυναικεῖοι — γυναικεῖος of masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γυναικεῖ' — γυναικεῖα , γυναικεῖος of neut nom/voc/acc pl γυναικεῖε , γυναικεῖος of masc voc sg γυναικεῖαι , γυναικεῖος of fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αθλητισμός — Η επίδοση στα αθλήματα, η εκγύμναση του σώματος. Με μια ειδικότερη έννοια, ο όρος αναφέρεται σε ένα σύνολο αθλημάτων, που ξεκινούν από τις φυσικές σωματικές ασκήσεις του ανθρώπου (βάδισμα, τρέξιμο, άλματα, ρίψεις). Αρχικά, ήταν η συστηματική… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»